Άσε πλέον φωνή μου τον ανέμελο στίχο
το μεθύσι σου δέσε και τη φλόγα σου κράτα
σφίξε τώρα ζευγάρια την ηχώ με τον ήχο
στρώσε στέρεο το βήμα στράταν ίσια περπάτα
μεγαλόφωνος ύμνος στο φαρί του ας σε πάρει
που ζητά δεξιοσύνη και καλό χαλινάρι
Κι ας μην πουν πως τραγούδι σαν κι αυτό δεν ταιριάζει
τέτοια σκότεινη ώρα που τα στήθια σου πνίγει
λέω εκείνο που μένει και που μόνο θ’ αλλάζει
στο καλύτερο πάντα σαν η αγκούσα θα φύγει
γιατί αυτοί θε να φύγουν πες πως κιόλας κινάνε
μα όλα τ’ άλλα θα μείνουν και δικά μας θε να `ναι
Όχι εσάς δε σας θέλει τούτη η γη δε σας ξέρει
όλα εδώ είναι δικά μας τι απ’ το κάθε λιθάρι
απ’ το χώμα απ’ το δέντρο το νερό και τ’ αγέρι
το κορμί μας μια στάλα για να γίνει έχει πάρει
η ψυχή μας επήρε μια πνοή απ’ το καθένα
όλα εδώ είναι δικά μας μα για σας όλα ξένα
Γιατί εσείς είστε ξένοι κι όσα βάγια αν κρατάτε
τούτη η γη δεν πουλιέται δεν της γίνεστε φίλοι
η πατρίδα είναι μάνα έχει μνήμη θυμάται
απ’ τον άγιο της κόρφο ποια βυζάξανε χείλη
κι η γλυκιά μας η Κύπρος ήταν είναι θα μένει
για τα τέκνα της μάνα μα για σας πάντα ξένη
Λογαριάσατε λάθος με το νου σας εμπόροι
δεν μετριέται πατρίδα λευτεριά με τον πήχη
κι αν μικρός είναι ο τόπος και το θέλει και μπορεί
τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι
Τούτη η δίψα δεν σβήνει τούτη η μάχη δεν παύει
χίλια χρόνια αν περάσουν δεν πεθαίνουμε σκλάβοι
Γυρισμός
στίχοι: Νίκη Κατσαούνη
μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Μέρα τη μέρα τριγυρίζω
μα πίσω σβιούν τα βήματά μου
έχουν χαθεί τα χώματά μου
Σπίτι παλιό στην παραλία
πόλη μου θύμηση παλιά
φεύγουν οι τόποι σαν πουλιά
Νύχτα η νύχτα δεν τελειώνει
πόλη μητέρα μου χαμένη
αγκάλη που με περιμένει
Όρθρου καμπάνες σας ακούω
φτωχά ξωκλήσια ερειπωμένα
πουλιά ορφανά παγιδευμένα
Χρόνο το χρόνο μου μετράω
μέρες πληγές που με πονάτε
νύχτες αιχμές με διαπερνάτε
Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
γυάλινοι κόσμοι που ραγίσαν
θρύψαλα την ψυχή μου αφήσαν
Μέρα θα ζήσω ν’ αντικρίσω
πόλεις αρχέγονες μητέρες
νύχτες να λάμπουν σαν ημέρες
Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
φίλους και γέλια από παιδιά
κι έρωτες πάλι στην καρδιά
Μέρα τη μέρα τριγυρίζω
μα πίσω σβιούν τα βήματά μου
έχουν χαθεί τα χώματά μου
Σπίτι παλιό στην παραλία
πόλη μου θύμηση παλιά
φεύγουν οι τόποι σαν πουλιά
Χρόνο το χρόνο μου μετράω
μέρες πληγές που με πονάτε
νύχτες αιχμές με διαπερνάτε
Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
γυάλινοι κόσμοι που ραγίσαν
θρύψαλα την ψυχή μου αφήσαν
Του Βαγορή
στίχοι: Ανδρέας Παράσχος
μουσική: Κούλλης Θεοδώρου
Εννιά τζιαι δέκα τζι’ εκατόν τζιαί σίλιοι πεντακόσιοι
τ’ άρματα εζωστήκασιν στον πόλεμον τζιαι πάσιν
ο πκιό μιτσής τριών γρονών χαζίριν τζιαι παρπάταν
τζι’ ο μιάλος ήτουν εκατόν τζι’ έδειγνεν τους τη στράτα
Ήτουν ο γρόνος δίσεχτος μήνας Δευτερογιούνης
τη στράταν που πηαίννασιν λαμπρόν την πκιάννει μιάλον
ο πρώτος ο μιτσότερος ελούθην του κλαμάτου
πον είσιεν μάνα να το δει μήτε γονιόν κοντά του
Τζι’ έτσι σαν ήτουν το λαμπρόν τζι’ ούλλα εκατάπιννεν τα
τζι’ ο φόος ήτουν δακρυκόν τζιαι τ άρμάτα κρουσμένα
ομπρός τους συνομπλάστηκεν πέρκαλλος τζειν’ την ώραν
τζι’ ώρα καλή εφώναξεν λαλούν `με Ευαγόρα
Τζι’ επολοήθειν ο παππούς στα εκατόν του γρόνια
τζιαι άννοιξεν το στόμαν του τζιαι λέει τζιαι λαλεί του
ώρα καλή σου Βαγορή που `ρτες που την αγχόνην
είμαστεν αγνοσύμενοι που πάππον ως αγγόνιν
Πάππος, μωρόν τζιαι πέρκαλλος τα μμάθκια εσηκώσαν
καρτζιλατούν τον Πλάστην μας πκιάννουν ευτζιήν τζιαι στράταν
τζι' εφκήκαν μιαν ανηφορκάν τζιαι στην Τζιερύνειαν πάσιν
τζι’ η νύχτα που `ταν βαρετή έφεξεν στο Καρπάσιν